διέκ

διέκ
και διέξ (μπροστά από φωνήεν, με εξαίρεση το «διέξ σωλήνος») (AM διέκ και διέξ)
ως πρώτο συνθετικό ρημάτων και παραγώγων ουσ. δίνει την έννοια: «περνώντας μέσα από κάτι», «οδηγούμαι, προς τα έξω» (διεκπεραιώ, διεξέρχομαι)
αρχ.
(ως επίρρ.)
1. μέσα από κάτι και προς τα έξω («Ἀθήνη... ὦρτο διέκ προθύρου» — η Αθηνά... σηκώθηκε να βγει από το πρόθυρο)
2. πέρα από κάτι («διὲκ ὕλης τετάνυστο» ήταν απλωμένη πέρα από το δάσος).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διέκ — out through indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διέξ — διέκ out through indeclform (prep) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διά — I Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Θεά που λατρευόταν στη Σικυώνα και στη Φλιούντα, όπου τη θεωρούσαν απελευθερώτρια των δούλων. Γι’ αυτό και ο ναός της, που βρισκόταν κοντά στην είσοδο της Ακρόπολης, ήταν το άσυλό τους. Προς τιμήν της Δ. τελούσαν… …   Dictionary of Greek

  • διέξ — βλ. διέκ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”